δίτομος

δίτομος
-η και -ος, -ο
1. αυτός που αποτελείται από δύο τόμους («δίτομο λεξικό», «δίτομη έκδοση»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο δίτομος
σκαπτικός, νυκτόβιος κάνθαρος τών μεσογειακών χωρών
3. το θηλ. ως ουσ. η δίτομος
κολεόπτερο τής οικογένειας τών κολυδιιδών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δίτομος — η, ο αυτός που αποτελείται από δύο τόμους: Το λεξικό είναι δίτομο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • АТОМИЗМ — (от греч. atomon – неделимое) атомистика, учение о том, что все вещи состоят из самостоятельных элементов (атомов) и что все совершающееся основывается на перемещении, соединении и разъединении этих элементов. Это представление об атоме и по сей… …   Философская энциклопедия

  • -τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”