- δίτομος
- -η και -ος, -ο1. αυτός που αποτελείται από δύο τόμους («δίτομο λεξικό», «δίτομη έκδοση»)2. το αρσ. ως ουσ. ο δίτομοςσκαπτικός, νυκτόβιος κάνθαρος τών μεσογειακών χωρών3. το θηλ. ως ουσ. η δίτομοςκολεόπτερο τής οικογένειας τών κολυδιιδών.
Dictionary of Greek. 2013.